εθελοντής

εθελοντής
ο
θηλ. -ντρια
1. που θεληματικά προσφέρεται να πράξει κάτι: Εθελοντής αιμοδότης.
2. που με τη θέλησή του κατατάσσεται στο στρατό, χωρίς να έχει καμιά στρατιωτική υποχρέωση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐθελοντής — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εθελοντής — ο (θηλ. εθελόντρια) (AM ἐθελοντής Α και ἐθελοντήρ θηλ. ἐθελοντίς, η) αυτός που προσφέρεται αυτοπροαίρετα να κάνει κάτι νεοελλ. αυτός που κατατάσσεται εκούσια στον στρατό αρχ. είδος μίμων, δεικηλιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εθελοντής ανάγεται σε θ.… …   Dictionary of Greek

  • 'θελοντής — ἐθελοντής , ἐθελοντής masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθελονταῖς — ἐθελοντής masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθελονταί — ἐθελοντής masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθελοντοῦ — ἐθελοντής masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθελοντῇ — ἐθελοντής masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθελοντῶν — ἐθελοντής masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'θελοντάς — ἐθελοντά̱ς , ἐθελοντής masc acc pl ἐθελοντά̱ς , ἐθελοντής masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθελοντάς — ἐθελοντά̱ς , ἐθελοντής masc acc pl ἐθελοντά̱ς , ἐθελοντής masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”